- θολός
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης.
* * *(I)ο (ΑΜ θολός)το πυκνό μαύρο υγρό που εξακοντίζουν τα κεφαλόποδα για να θολώσουν γύρω τους τα νερά και να διαφύγουν έτσι τον κίνδυνο, το μελάνιαρχ.1. πηλός, λάσπη, ακαθαρσία, ακάθαρτο νερό2. μτφ. ατιμία, ντροπή, όνειδος3. τα έμμηνα4. η κύστη όπου φυλάσσεται το μαύρο υγρό που εξακοντίζουν τα κεφαλόποδα, όπως η σουπιά, το καλαμάρι κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. προέρχεται από *dFολος, τότε συνδέεται πιθ. με γερμ. λέξεις, με τις οποίες εκφράζεται κάποια διανοητική σύγχυση (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. gi-twelan «είμαι ταραγμένος, συγχυσμένος» και ονοματ. τ. γοτθ. dwals «ανόητος»). Από το ουσ. θολός προήλθε αργότερα και το επίθετο θολός*, το οποίο είναι συνώνυμο τού θαμβός*.ΠΑΡ. θολερός, θολώδης, θολώνω(-ω)αρχ.θολόειςμσν.θολύνωμσν.- νεοελλ.θολαίνω, θολότητα (-της)νεοελλ.θολάδα, θολιάζω, θολούρα.ΣΥΝΘ. αρχ. θολομιγήςνεοελλ.θολόνερο, θολόρρεμα, θολόσταχτη].————————(II)-ή, -ό (ΑΜ θολός, -ή, -όν)(για υγρά ή διαφανή στερεά σώματα) θολωμένος, θολερός, ημιδιαφανής («θολό κρασί»)νεοελλ.1. (για τα μάτια και το βλέμμα) αυτός που δεν έχει διαύγεια, αυτός που δεν είναι λαμπερός2. (για τον ουρανό) νεφελώδης, συννεφιασμένος, νεφοσκεπής3. φρ. «ψαρεύει σε θολά νερά» — αναμιγνύεται σε ύποπτες υποθέσεις. Επίρρ. θολάθαμπά, αμυδρά, χωρίς διαύγεια ή διαφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. θολός].
Dictionary of Greek. 2013.